ἀχωρίστων

ἀχωρίστων
ἀχώριστος
not parted
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνωρίδα — η / συνωρίς, ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α 1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.) 3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα νεοελλ. (συν. με… …   Dictionary of Greek

  • τρίο — το, Ν 1. μουσική σύνθεση για τρία όργανα 2. ομάδα τριών ερμηνευτών που εκτελούν μαζί τραγούδι ή χορό 3. ειρων. ομάδα τριών αχώριστων φίλων ή συνεργατών 4. το χαρτί τρία τής τράπουλας, το τριάρι (α. «τρίο καρό» β. «τρίο κούπα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”